- συνέλθῃ
- συνέρχομαιiboaor subj mid 2nd sgσυνέρχομαιiboaor subj act 3rd sgσυνέρχομαιiboaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνέλθηι — συνέλθῃ , συνέρχομαι ibo aor subj mid 2nd sg συνέλθῃ , συνέρχομαι ibo aor subj act 3rd sg συνέλθῃ , συνέρχομαι ibo aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέρχομαι — ΝΜΑ συγκεντρώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο για συνεργασία, σύσκεψη, τέλεση εορτής (α. «συνέρχεται η βουλή, η επιτροπή, το συμβούλιο κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία», ΚΔ γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», επιγρ. δ. «ἄν ἐς… … Dictionary of Greek